- πρόσπηγμα
- -ήγματος, τὸ, Α [προσπήγνυμι]1. ύλη που συγκεντρώνεται και στερεοποιείται σε ένα μέρος («προσπήγματα μύξης», Ιπποκρ.)2. στον πληθ. τὰ προσπήγματα(κατά τον Ησύχ.) μέρη πλοίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσπήγματα — πρόσπηγμα that which gathers and hardens on a place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)